μαντέλλο(ν)

μαντέλλο(ν)
μαντέλλο(ν) και μανδέλλο(ν), τὸ (Μ)
μανδύας, επανωφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mantello].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οχή — Βουνό της νότιας Εύβοιας (1.404 μ.), που καταλήγει στα Ν στα ακρωτήρια Μαντέλλο (Γεραιτός) και Παξιμάδι (Λευκή Ακτή), στα δε ΒΑ στον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο, κοινά Βουνό της Καρύστου). Ψηλότερες κορυφές είναι ο Άγιος Ηλίας (1.398 μ.) και ο Ιούδας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”